- κυλινδροφύλαξ
- κυλινδροφύλαξ, ὁ (Μ)μτφ. ο σάκος τών όρχεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλινδρος + φύλαξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… … Dictionary of Greek